Έχεις και εσύ μια σκηνή camping στο port baggage του αυτοκινήτου σου και δεν την έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ ή είσαι κανένας νορμάλ?
Κάπως έτσι αποφασίστηκε η Χιλιαδού για το συγκεκριμένο διήμερο. Θέλαμε να νιώσει η καλή μας η σκηνούλα χρήσιμη, να ξεφύγει από τις μονότονες συζητήσεις με τη ρεζέρβα και να αλλάξει λίγο παραστάσεις.
Εθνική οδό για Χαλκίδα λοιπόν και από εκεί Στενή Ευβοίας και μετά από περίπου 3001 στροφές φτάνουμε επιτέλους στην μεγάλη ευθεία που οδηγεί στην παραλία της Χιλιαδούς, ίσως την γνωστότερη παραλία της Εύβοιας και ειδικά για τους λάτρεις της ελεύθερης κατασκήνωσης.
Πληροφοριακά η παραλία της Χιλιαδούς απέχει περίπου 2 ώρες από την Αθήνα και κατά τα παλαιότερα χρόνια υπήρξε ορμητήριο των πειρατών, για αυτό και αρκετοί από τους ντόπιους ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι τους.
Ακολουθούμε τον δρόμο περικυκλωμένοι από πλατάνια και καρυδιές, από πελώριες φτέρες και βελανιδιές με τον ήχο τον τζιτζικιών να αντηχεί τα αυτιά μας και φτάνουμε στην ομολογουμένως πανέμορφη παραλία της Χιλιαδούς.
Το τοπίο απαράμιλλα όμορφο. Μπροστά μας διαδοχικοί κολπίσκοι και καταγάλανα νερά, βράχοι μέσα στην θάλασσα σαν ακουμπισμένοι από θεϊκό χέρι, καστανή άμμος σε κάποια σημεία, λευκό βότσαλο σε κάποια άλλα και μικρές σπηλιές. Πίσω μας η Δίρφυς, ολόφυτη, μοιάζει να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας. Ο απόλυτος συνδυασμός βουνού και θάλασσας. Στο ένα και μοναδικό δρόμο διάσπαρτα μερικά μαγαζιά και κάποια ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Κινούμαστε βόρεια όπως μας έχει πληροφορήσει το GPS, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν χάσει το σήμα του, με την ελπίδα πως θα βρούμε να παρκάρουμε κάπου σχετικά κοντά στο σημείο που όπως μας έχουν ενημερώσει στήνουν τις σκηνές τους οι ελεύθεροι campers. Φτάνουμε και νομίζουμε πως βρισκόμαστε στην πλατεία συντάγματος Δευτέρα πρωί. Αυτοκίνητα παρκαρισμένα το ένα πάνω στο άλλο, αμέτρητος κόσμος πηγαινοέρχεται και σκηνές, παντού σκηνές, μια παραλία γεμάτη σκηνές. Και σαν η πληθώρα των σκηνών να μην ήταν αρκετή, γύρω τους οριοθετημένες με πέτρες, αυτοσχέδιες αυλές, το μέγεθος των οποίων μοιάζει να είναι εξαρτώμενο από το άνοιγμα της ομπρέλας, το μέγεθος του τραπεζιού, τον αριθμό των καρεκλών και πιθανότατα κάποιες άλλες συνιστώσες που δεν μπορούμε να καταλάβουμε.
Συναντάμε μια σκηνή μεγαλύτερη και από το διαμέρισμα μας και αποφασίζουμε να κρατήσουμε την σκηνούλα μας στο port baggage, μιας και δεν πιστεύουμε πως είναι αρκετά έτοιμη να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό. Βρίσκουμε ένα οικονομικό κατάλυμα με θέα την θάλασσα, αφήνουμε τα πράγματα μας και κατηφορίζουμε προς την παραλία.
Η παραλία της Χιλιαδούς ανήκει σε αυτή την κατηγορία των παραλιών που μπορείς να περάσεις όλη την ημέρα σε αυτή και να μην νιώσεις την ανάγκη να φύγεις για να ξεκουραστείς, σε ξεκουράζει αυτή.
Μετά από πολλές ώρες είτε ξαπλωμένοι στην σκούρα καστανή άμμο, είτε παίζοντας με τα οινοπνευματί νερά της ή σκαρφαλώνοντας στα βράχια της και κάνοντας βουτιές και μετά από τις άπειρες φωτογραφίες στις πορτοκαλί ακτίνες του ηλιοβασιλέματος πίσω από τα βράχια είχε φτάσει η ώρα για την αναζήτηση τροφής μιας και η ιδιότητα της θάλασσας να ανοίγει την όρεξη είναι γνωστή. Κάνουμε μια γρήγορη επίσκεψη στο δωμάτιο μας, διαπιστώνουμε πως δεν έχουμε Wi-Fi και με κομμένα τα πόδια από την πείνα καθόμαστε για φαγητό σε μια από τις λιγοστές ταβέρνες που υπάρχουν ανοιχτές την συγκεκριμένη ώρα, Κυριακή βράδυ, τέλη Ιουνίου, στην Covid εποχή. Δεν απογοητευόμαστε, αλλά δεν φεύγουμε και ενθουσιασμένοι.
Με τον άνεμο να έχει δυναμώσει αρκετά, κάνουμε μια βόλτα στην παραλία και γυρνάμε στο δωμάτιο από το μπαλκόνι του οποίου απολαμβάνουμε τις αστραπές και τους κεραυνούς που φωτίζουν το Αιγαίο, τον ήχο του ανέμου και τον παφλασμό των κυμάτων.
Το πρωί οι ίδιοι ήχοι, σαφώς εντονότεροι μας ξυπνούν. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ώρα μιας και ο ήλιος βρίσκεται κρυμμένος πίσω από πυκνά σύννεφα. Τα κύματα της φουρτουνιασμένης θάλασσας φτάνουν μέχρι σχεδόν το δρόμο. Περπατάμε στην άκρη του και απολαμβάνουμε την θέα της κορυφής της Δίρφυς που αχνοφαίνεται πίσω από την πυκνή ομίχλη. «Αυτή είναι η γνήσια Χιλιαδού» μας λέει ένας ψαράς που προσπαθεί να βγάλει το βαρκάκι του στην ακτή, κάνουμε να τον βοηθήσουμε αλλά δείχνει πως δεν μας χρειάζεται. Εμείς και όλοι αυτοί οι ελεύθεροι κατασκηνωτές στεκόμαστε καλοκαιρινά ντυμένοι μπροστά σε ένα χειμωνιάτικο τοπίο.
Σαν χρονοταξιδευτές που ξεβράστηκαν σε λάθος εποχή. Μαζεύουμε τα λιγοστά πράγματα μας και ξεκινάμε την ανάβαση στις 3001 στροφές της Δίρφυς μέσα στην πυκνή ομίχλη. Στην κορυφή κοιτάζοντας πίσω βλέπουμε πως ο σκούρος ουρανός έχει βάλει πλώρη προς βορειότερα σημεία, αλλά δεν τολμάμε να ξανακατηφορίσουμε.
Στεκόμαστε στο σημείο και απολαμβάνουμε την παραλία που μοιάζει πάλι να έχει αποκτήσει ζωή. Στην επιστροφή σαν όνειρο η σκέψη μου παίζει μια ανάμνηση. Είμαι λέει παιδί, στην γειτονιά μου, στα σκαλάκια δίπλα στην αλάνα, εγώ και οι φίλοι μου, ένας εξ αυτών μοιράζεται γλαφυρές και γεμάτες παιδικές υπερβολές περιγραφές για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Χιλιαδού. Μιλάει έντονα για τα δυο της πρόσωπα και δείχνουμε να μην τον πιστεύουμε, η συζήτηση καταλήγει σε παιδικό καβγά και μετά παιχνίδι. Συγκινούμαι καθώς σκέφτομαι πως δεν είναι πλέον κοντά μας, μια χαρούμενη μελωδία και μερικά ξεκαρδιστικά γέλια από το δίπλα αυτοκίνητο με κάνουν να χαμογελάσω και εγώ. Ακόμα και η ζωή έχει δυο πρόσωπα σκέφτομαι.