Ένα χωριό κουρνιασμένο στους πρόποδες της Οίτης, κρυμμένο μέσα στο δάσος, σαν μια κρυφή αγκαλιά που σου ψιθυρίζει να τη γνωρίσεις. Με ιστορία που χάνεται στο βάθος των αιώνων, η Παύλιανη βρίσκεται περίπου 230 χιλιόμετρα από την Αθήνα και αναφέρεται ως τόπος απόδρασης για όσους αγαπούν τη φύση και την περιπέτεια. Τα παλιά αρχοντικά, οι μυρωδιές του δάσους, η δροσιά του φθινοπώρου που αρχίζει να ντύνει τα μονοπάτια με τα χρυσοπράσινα και κόκκινα χρώματα, όλα συμβάλλουν στη γοητεία της. Κι ενώ τα νερά που κατρακυλούν από τις πλαγιές γεμίζουν την περιοχή με φρεσκάδα, η Παύλιανη κρύβει και το γνωστό της πάρκο, γεμάτο με ξύλινες κατασκευές, υδροκίνητους μηχανισμούς και μονοπάτια που μοιάζουν βγαλμένα από παραμύθι. Όπως και κάθε άλλη απόδραση, η ιδέα ήταν αυθόρμητη – ίσως και λίγο τρελή. Ένα πρωινό Σαββάτου στην Αθήνα, ξεφυλλίζοντας έναν τουριστικό οδηγό και κοιτώντας παράλληλα τα πεσμένα φύλλα στον κήπο, σκεφτήκαμε: «Γιατί όχι;» Και έτσι βρεθήκαμε να φεύγουμε με το πρώτο φως της ημέρας, με στόχο να ανακαλύψουμε όλες τις ομορφιές της Παύλιανης σε μια μόνο ημέρα. Όχι, βέβαια, ότι δεν είχαμε μια μικρή ανησυχία για την ορεινή διαδρομή, αλλά αυτή η γλυκιά αβεβαιότητα είναι η μισή γοητεία κάθε περιπέτειας. Φύγαμε, λοιπόν, αφήνοντας πίσω τη βαβούρα της Αθήνας και μπαίνοντας σιγά σιγά σε έναν κόσμο που μοιάζει πιο αργός, πιο φυσικός και πιο ζεστός.
7:30 Αναχώρηση από Αθήνα
Αφήσαμε την Αθήνα χαράματα, έχοντας στα χέρια μας ένα ποτήρι αχνιστό καφέ και μπόλικη περιέργεια. Με την καφεΐνη στο αίμα, φορτώσαμε στο αμάξι όλα όσα (νομίζαμε πως) θα χρειαζόμασταν για μια μέρα περιπέτειας στην Παύλιανη. Είχαμε μαζί μας χάρτες, φωτογραφικές μηχανές και αρκετή καλή διάθεση για να γεμίσει όλο το βουνό. Αρχίσαμε να διασχίζουμε την Αθηνών-Λαμίας, ενώ το GPS μας έδινε συνεχώς «αξιόπιστες» οδηγίες που, όπως αποδείχθηκε, ήταν αρκετά «ελεύθερες» στο τέλος. Κάθε τόσο σταματούσαμε για φωτογραφίες της ομίχλης που κάλυπτε τον δρόμο – λες και ήμασταν σε road trip στις Άλπεις! Η διαδρομή μέσα στα βουνά γέμισε την ατμόσφαιρα με φθινοπωρινές μυρωδιές και νοσταλγικές εικόνες. Αλλά, μεταξύ μας, η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μην αποκοιμηθούμε, καθώς το τοπίο είχε μια χαλαρωτική επίδραση πάνω μας. Ξαφνικά, μετά από αρκετές στροφές και τη μόνιμη ερώτηση “Φτάνουμε;”, είδαμε την πρώτη πινακίδα για Παύλιανη. Ήταν σαν να μας καλούσε να την ανακαλύψουμε. Έτσι, σφίξαμε τις ζώνες ασφαλείας και βουτήξαμε σε αυτό το μαγευτικό χωριό.
10:30 Βόλτα στο πάρκο και στο μουσείο υδροκίνησης
Μόλις παρκάραμε το αυτοκίνητο, κατευθυνθήκαμε αμέσως προς το διάσημο πάρκο της Παύλιανης, που αποτελεί έναν παράδεισο για μικρούς και μεγάλους. Η πρώτη μας εικόνα ήταν ένα καταπράσινο τοπίο, γεμάτο ρυάκια και γέφυρες που μοιάζουν να οδηγούν σε κάποιον παραμυθένιο κόσμο. Πήραμε μια βαθιά ανάσα και αφήσαμε τον καθαρό αέρα να μας ξυπνήσει για τα καλά. Βέβαια, το πιο διασκεδαστικό σημείο ήταν η περιβόητη «γέφυρα που μουσικώνει». Κάθε βήμα μας πάνω της παρήγαγε και έναν διαφορετικό ήχο. Φυσικά, προσπαθήσαμε να φτιάξουμε έναν ρυθμό με τα βήματά μας και – όχι με απόλυτη επιτυχία – καταλήξαμε να γελάμε με τις φάλτσες «μελωδίες» μας. Ήταν σαν να είμαστε παιδιά και παίζαμε πιάνο με τα πόδια! Στη συνέχεια, περπατήσαμε μέχρι το μουσείο υδροκίνησης, που είναι ένας φόρος τιμής στις παραδοσιακές τεχνικές του χωριού. Εκεί, το νερό ρέει μέσα από παλιούς μηχανισμούς, δημιουργώντας ένα θέαμα γεμάτο κίνηση και ήχο. Σαν να ήμασταν σε άλλο αιώνα, με το νερό να μας ταξιδεύει στην εποχή που αυτά τα μηχανήματα δούλευαν νυχθημερόν για να καλύψουν τις ανάγκες του χωριού. Περιπλανηθήκαμε για αρκετή ώρα, μαγεμένοι από την ατμόσφαιρα και την ηρεμία που μας προσέφερε η Παύλιανη.
12:00 Φωτογραφίες στον «σιδερένιο θρόνο»
Μετά την περιήγηση στο πάρκο, κατευθυνθήκαμε προς τον «σιδερένιο θρόνο» της Παύλιανης. Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη – περπατούσαμε για αρκετή ώρα μέσα στο δάσος, διασχίζοντας μονοπάτια που κατηφόριζαν και ανηφόριζαν, με τα φύλλα να δημιουργούν ένα μαλακό, φυσικό χαλί κάτω από τα πόδια μας. Η αίσθηση του να περπατάς μέσα σε ένα φθινοπωρινό τοπίο, γεμάτο μυρωδιές από ξύλο και υγρό χώμα, ήταν ανεκτίμητη. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να πάρουμε ανάσες και να γελάσουμε με τις μικρές «αναποδιές» του δρόμου – λάσπες, σπασμένα κλαδιά, αλλά και μερικά «αθώα» παραπατήματα. Όταν τελικά φτάσαμε στον θρόνο, νιώσαμε σαν να είχαμε κατακτήσει κάποιον μαγικό προορισμό. Ο σιδερένιος θρόνος στέκονταν αγέρωχος πάνω από τη φύση και μας καλούσε να καθίσουμε και να απολαύσουμε τη θέα. Ο ένας μετά τον άλλον, πήραμε τη θέση μας, βγάζοντας φωτογραφίες που θα κρατήσουμε για πάντα. Νιώσαμε σαν να είμαστε οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες της Παύλιανης, με τα βουνά και τα δέντρα να μας προσφέρουν τη μαγευτική τους θέα. Ήταν μια εμπειρία που, αν και χιουμοριστική, μας χάρισε μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας και κυριαρχίας.
13:30 Εξερεύνηση του μικρού οικισμού
Αφού ολοκληρώσαμε την επίσκεψη στον θρόνο, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στον οικισμό της Παύλιανης για να γνωρίσουμε καλύτερα την καθημερινή ζωή του χωριού. Η Παύλιανη είναι μικρή, αλλά κρύβει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα σε κάθε της γωνιά. Οι δρόμοι της ήταν γεμάτοι με παλιά σπίτια, πέτρινα μονοπάτια και ξύλινες διακοσμήσεις που είχαν κατασκευάσει οι ντόπιοι με φαντασία και αγάπη για τον τόπο τους. Τα παγκάκια φτιαγμένα από κορμούς, οι αυτοσχέδιες ξύλινες πινακίδες και τα διακοσμητικά από φυσικά υλικά έκαναν το χωριό να μοιάζει ζωντανό, σαν να βγήκε από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Με τις μυρωδιές από τις ταβέρνες να πλανώνται στην ατμόσφαιρα, δεν χάσαμε ευκαιρία να απολαύσουμε τοπικές λιχουδιές, όπως χωριάτικα λουκάνικα και τυριά που έλιωναν στο στόμα. Αλλά, αυτό που έκλεψε την παράσταση ήταν οι ντόπιοι – φιλικοί, με χιούμορ και πρόθυμοι να μας αφηγηθούν ιστορίες του τόπου τους.
14:30 Φαγητό στον Κατσίμπα
Μετά την εξερεύνηση του χωριού και τις αμέτρητες φωτογραφίες που τραβήξαμε στα γραφικά σοκάκια, η όρεξή μας είχε ανοίξει για τα καλά. Είχαμε ακούσει για την ταβέρνα του Κατσίμπα και αποφασίσαμε να την επισκεφτούμε, ακολουθώντας τις μυρωδιές που έρχονταν από εκεί. Μπαίνοντας στην ταβέρνα, νιώσαμε αμέσως σαν στο σπίτι μας – ζεστή ατμόσφαιρα, ξύλινα τραπέζια, και το τζάκι να τρεμοπαίζει στον ρυθμό της φωτιάς. Καθίσαμε κοντά στη φωτιά και, πριν καλά-καλά ανοίξουμε τον κατάλογο, μας έφεραν ζεστό ψωμί και τυρί από την περιοχή. Παραγγείλαμε παραδοσιακά πιάτα που μόνο στη φθινοπωρινή Παύλιανη θα μπορούσαμε να απολαύσουμε. Μάγουλα με μακαρούνες, πατάτες που έλιωναν στο στόμα, και μια σαλάτα με φρέσκα λαχανικά και μυρωδάτο ελαιόλαδο. Και φυσικά, δεν μπορούσαμε να μην πάρουμε και τα θρυλικά λουκάνικα Παύλιανης, τα οποία ήταν καπνιστά και ζουμερά, με γεύση που μας έμεινε αξέχαστη. Το γεύμα εξελίχθηκε σε γιορτή, με κουβέντες για τα όσα ζήσαμε και αστεία για τα παραπατήματα μας στα μονοπάτια. Φεύγοντας, υποσχεθήκαμε πως θα ξαναγυρίσουμε για να δοκιμάσουμε και άλλα πιάτα. Φορτωμένοι με όμορφες γεύσεις και στιγμές, συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας στην Παύλιανη με ακόμη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη για αυτό το μικρό μαγικό χωριό.
16:00 Γλυκό και καφές στο γλυκοπωλείο της Έμυ
Μετά το φαγητό, νιώσαμε πως χρειαζόμασταν κάτι γλυκό για να ολοκληρώσουμε αυτή την μοναδική γαστρονομική εμπειρία. Κατευθυνθήκαμε λοιπόν προς το γλυκοπωλείο της Έμυ, το οποίο είχε τη φήμη ότι σερβίρει τα πιο λαχταριστά γλυκά στην Παύλιανη. Το μαγαζί ήταν μικρό αλλά πανέμορφο, με ξύλινη διακόσμηση και λεπτομέρειες που φανέρωναν την αγάπη της Έμυ για το χώρο της. Η θέα από το παράθυρο ήταν σαν καρτ-ποστάλ – το βουνό με τις αποχρώσεις του φθινοπώρου και ο ήλιος που άρχιζε να δύει. Παραγγείλαμε καφέ και δύο κομμάτια από την περίφημη καρυδόπιτα, που ήταν φτιαγμένη με καρύδια από την περιοχή και σιρόπι μελιού. Με την πρώτη μπουκιά, συνειδητοποιήσαμε γιατί το μαγαζί αυτό είχε γίνει τόσο δημοφιλές. Η καρυδόπιτα ήταν αφράτη, αρωματική, με μια γλύκα που δεν ήταν καθόλου βαρύ, αλλά ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν για το κλείσιμο της ημέρας μας. Ο καφές μας ήρθε με συνοδεία μιας σπιτικής μαρμελάδας από κάστανο, και, χαζεύοντας το τοπίο έξω από το παράθυρο, νιώσαμε πως δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε κάτι καλύτερο από αυτό.Εκείνη τη στιγμή, η Παύλιανη είχε γίνει για εμάς κάτι παραπάνω από ένας ταξιδιωτικός προορισμός – ήταν μια ζεστή αγκαλιά που δεν θέλαμε να αφήσουμε.
17:30 Επιστροφή στην Αθήνα
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, η Παύλιανη είχε ήδη αφήσει το σημάδι της πάνω μας. Ο ήλιος είχε σχεδόν χαθεί πίσω από τα βουνά, και η δροσιά του απογεύματος άρχιζε να καλύπτει το χωριό. Καθώς παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής, σκεφτόμασταν όλες τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε, από την «γέφυρα που μουσικώνει» μέχρι την καρυδόπιτα της Έμυς. Η διαδρομή προς την Αθήνα ήταν γεμάτη από σιωπή και κουβέντες, νοσταλγία και χαμόγελα – γιατί νιώθαμε πως αφήναμε πίσω ένα κομμάτι της καρδιάς μας σε αυτό το χωριό.
. Η Παύλιανη δεν είναι απλώς ένα χωριό· είναι ένας κόσμος γεμάτος ιστορίες, φύση, ζεστασιά και μια αίσθηση που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού. Κάθε μας βήμα, κάθε ήχος και κάθε γεύση έφερε λίγο φως στη ρουτίνα μας, κάνοντάς μας να νιώθουμε περισσότερο ζωντανοί και γεμάτοι. Υποσχεθήκαμε πως θα ξαναγυρίσουμε, γιατί τέτοια μέρη δεν ξεχνιούνται εύκολα. Καθώς μπήκαμε στην πολύβουη Αθήνα, αφήνοντας πίσω μας τα βουνά και τα δάση, ξέραμε πως η Παύλιανη θα μείνει στη μνήμη μας σαν ένας μικρός, μαγικός προορισμός που πάντα θα καλεί. Γιατί καμιά πόλη δεν μπορεί να σε αγκαλιάσει όπως ένα χωριό, κι εμείς βρήκαμε στη φθινοπωρινή Παύλιανη μια αγκαλιά που θα θέλουμε πάντα να επιστρέψουμε.
Μέχρι την επόμενη φορά
Take care
Billakos