Καλοκαίρι χωρίς θάλασσα γίνεται;; Και όμως γίνεται.
Ειδικά αν είσαι φυσιολάτρης και δεν σε καλύπτει πλέον ο συνωστισμός σε θάλασσες και ακτές.
Αν πάλι, μιλάμε για μαγικά ανεξερεύνητα βουνά, με κρεμαστά πέτρινα χωριά, καταπράσινες πλαγιές και ποτάμια με ορμητικά νερά που διασχίζουν χαράδρες, τότε σίγουρα καλοκαίρι χωρίς θάλασσα μην σου πω επιβάλλεται.
Κάπως έτσι σκέφτηκα και αντί να φορτώσω την μικρή μου βαλίτσα σε πλοία και καράβια, πήρα το αυτοκίνητο και κινήθηκα προς το βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας, την Ήπειρο και συγκεκριμένα τα Αθαμανικά όρη ή αλλιώς τα Τζουμέρκα.
Τα Τζουμέρκα είναι μέρος της οροσειράς της Πίνδου που υψώνεται μεταξύ των ποταμών Άραχθου και Αχελώου με την υψηλότερη κορυφή τους να φτάνει τα 2429 μέτρα.
Στις πλαγιές τους κρέμονται πανέμορφα χωριά, παγωμένα στο χρόνο με σπίτια λαξεμένα από μαύρη πέτρα.
Κατέβασε λοιπόν στο κινητό σου την εφαρμογή MY TZOUMERKA και πάμε να σου πω όλες τις εμπειρίες που πρέπει να ζήσεις σε αυτές τις πρωτότυπες καλοκαιρινές σου διακοπές στα καταπράσινα Τζουμέρκα.
οικισμοι
Χτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά του όρους Λάκμος, σε υψόμετρο 1150 μέτρων, βρίσκεται ένα από τα γνωστότερα βλαχοχώρια της Ηπείρου, το Συρράκο.
Το Συρράκο χτίστηκε γύρω στον 15ο αιώνα, από βλάχους βοσκούς, που ανέβαιναν τους θερινούς μήνες να για να βοσκήσουν τα ζώα τους, στα βοσκοτόπια που βρίσκονται στις κορυφές της οροσειράς.
Έκτοτε ο οικισμός μεγάλωσε και στα τέλη του 18ου αιώνα ο πληθυσμός του αριθμούσε 4000 κατοίκους. Η θέα του χωριού από μακριά μπορεί να σε συνεπάρει, αλλά δεν συγκρίνεται με την αίσθηση του να περπατάς στα πλακόστρωτα σοκάκια, ανάμεσα σε πέτρινα σπίτια με σκεπές από σχιστόλιθο ή να κάθεσαι στην κεντρική του πλατεία κάτω από την δροσιά του πλάτανου, υπό τους ήχος των τζιτζικιών και των σπάνιων πουλιών των Τζουμέρκων.
Κατά την επίσκεψη σου στο χωριό, ίσως νιώσεις για λίγο τον χρόνο να σταματάει και η ζωή να κυλάει αργά, ακριβώς όπως της αξίζει.
Σημείο αναφοράς, είναι το λαογραφικό μουσείο που φιλοξενείται στο σπίτι του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, με τον απόλυτα φιλόξενο και αγαπητό κύριο Κώστα να παραδίδει μαθήματα ιστορίας κατά την ξενάγηση του.
Εκτός τουριστικών χαρτών, με ελάχιστες τουριστικές υποδομές και ένα δρόμο τον οποίο μόνο αν είσαι επαγγελματίας οδηγός, δοκίμασε να ανέβεις (αλλιώς άφησε το αμάξι σου στην είσοδο του χωριού) το Ματσούκι. Είναι το χωριό έκπληξη στα Τζουμέρκα και το τρίτο από τα βλαχοχώρια τους.
Όταν μετά από σχεδόν μια ώρα οδήγηση σε επαρχιακό δρόμο περάσαμε την μεγάλη μεταλλική γέφυρα, κάτω από την οποία τρέχει ορμητικά ο καταρράκτης Καμήλι, σίγουρα δεν περιμέναμε αυτό που θα αντικρίζαμε.
Παρκάραμε το αυτοκίνητο μας στο parking μετά την πρώτη στροφή και ξεκινήσαμε τον περίπατο μας στο πλακόστρωτο καλντερίμι, το οποίο ήταν στολισμένο με πολύχρωμες γλάστρες και αυτοσχέδιες πέργκολες που πάνω τους ακουμπούσαν καταπράσινες κληματαριές.
Ξαποστάσαμε στην πανέμορφη πλατεία με τον χαρακτηριστικό πλάτανο και την μοναδική θέα στην χαράδρα και στον αμφιθεατρικά χτισμένο οικισμό και συνεχίσαμε προς τους νερόμυλους της Αγίας Παρασκευής, το μέρος που οι γυναίκες του χωριού μαζεύονταν και έπλεναν τα ρούχα τους μέχρι πρόσφατα, μιας το ρεύμα έφτασε στο χωριό το 1995.
Στην συνέχεια επισκεφτήκαμε το μικρό μουσείο της ιερής μονής της Βυλίζας, το οποίο στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο και θαυμάσαμε εικόνες που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα.
Στο τέλος της περιήγησης μας, μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα μας οδήγησε στο μικρό καφενεδάκι «Ο Παράδεισος», το οποίο έχει διατηρήσει ακόμα μέρος από τα παλιά αντικείμενα και απολαύσαμε παραδοσιακό ελληνικό καφέ μαζί με κουταλάκι του γλυκού, υπό τους ήχους της βροχής, που καθώς κυλούσε στα στενά σοκάκια παρασύροντας τα πεσμένα φύλλα, ένιωθα ότι παρέσερνε μαζί της και το άγχος της πόλης που είχα κουβαλήσει μαζί μου από την πολύβουη Αθήνα.
– Στενά καλντερίμια, πέτρινα αρχοντικά και πλακόστρωτες πλατείες.
– Τενεκεδένιες γλάστρες με χρωματιστά γεράνια και ευωδιαστούς βασιλικούς.
– Κελαϊδίσματα πουλιών που ενίοτε καλύπτονταν από τις κουβέντες, στα βλάχικα πάντα, των ηλικιωμένων που συγκεντρώνονταν το απόγευμα στα καφενεία για να πιούν τον ελληνικό καφέ τους.Αυτοί είναι οι Καλαρρύτες, ο πανέμορφος οικισμός των 194 μόνιμων κατοίκων, το ησυχαστήριο που δεν γνώριζες πως είχες ανάγκη. Σε αντίθεση με το Συρράκο, ο οικισμός είναι απλωμένος σε μεγαλύτερη έκταση και όχι τόσο αμφιθεατρικός. Η βόλτα ανάμεσα στα μεγάλα αρχοντικά, υπολείμματα της πάλαι πότε δόξας του, μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο, τότε που οι Καλαρρύτες υπήρξαν κέντρο ασημουργίας και αργυροχοΐας και που οι κάτοικοι αριθμούσαν περισσότεροι από 3000. Σήμερα ο οικισμός έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος, καθώς διασώζονται πολλά παραδοσιακά κτίρια, δείγματα της ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής. Αξίζει επίσης η επίσκεψη στην ιδιωτική λαογραφική συλλογή «Αγγέλα Χρ. Γκολφινοπούλου» όπου μπορείς να θαυμάσεις παραδοσιακές στολές, σπάνιες εκδόσεις βιβλίων, μέσα σε ένα χώρο διαμορφωμένο από μια άλλη εποχή.
Δραστηριοτητεσ
Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, η ιδέα να μπω σε ένα φουσκωτό που παρασυρμένο από το ρεύμα του ποταμού θα χτυπιέται από βράχο σε βράχο και μαζί του θα χτυπιέμαι και εγώ, δεν ήταν κάτι που με ενθουσίαζε, μέχρι που συνέβη.
Λίγο η φανταστική ομάδα του vianaturacamp, ο κύριος Νίκος με τις ιστορίες του και οι οδηγοί μας: Χρήστος, Φίλιππος, Σωτηρία και Ευανθία, με την τεχνογνωσία τους και την μοναδική τους ξενάγηση, λίγο το μαγικό τοπίο με έκαναν να αγαπήσω το ποτάμι και να υποσχεθώ πως σίγουρα θα κάνω ξανά rafting στον Άραχθο.
Η διαδρομή με βαθμό δυσκολίας 3 ανάμεσα σε πελώριους βράχους, σμιλεμένους από το νερό, δίπλα σε καταρράκτες με τρεχούμενα νερά, υπό την σκιά των πελώριων δέντρων, ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακή.
Η υφή των παγωμένων νερών, η μυρωδιά του δάσους και οι ήχοι των σπάνιων πουλιών, όπως γεράκια και κορμοράνοι, ολοκλήρωναν την πανδαισία των αισθήσεων και σε έφερναν σ επαφή με την φύση και ένιωθες ταυτόχρονα άτρωτος και εύθραυστος μπροστά στην δύναμη της.
Κουιάσα στα βλάχικα, σημαίνει σκιερό μέρος – μας είπαν, και καθώς ακολουθούσαμε το μονοπάτι που θα μας οδηγούσε στην θέση με την ομώνυμη πέτρινη γέφυρα, σκέφτηκα πως δεν θα μπορούσαν να έχουν δώσει πιο εύστοχη ονομασία.
Το πυκνό πλατανόδασος κρύβει τον ήλιο δημιουργώντας ένα μοναδικό καταφύγιο για πουλιά και μικρά ζώα, τις φωνές των οποίων μπορείς να ακούσεις να μπλέκονται με τους ήχους των τρεχούμενων νερών του Χρούσια ποταμού.
Ο Χρούσιας ή αλλιώς Μολοσσός κατά τη μυθολογία ήταν γιος του Νεοπτόλεμου κι εγγονός του Αχιλλέα. Ο μικρός παραπόταμος του Καλαρρύτικου, που ρέει ανάμεσα στην χαράδρα που χωρίζει τα διαμάντια των Τζουμέρκων, δημιουργεί στο διάβα του καταρράκτες και μικρές λιμνούλες ιδανικές για δροσερές βουτιές.
Το σημείο είναι ιδανικό για χαλάρωση και ξεκούραση όλες τις εποχές του χρόνου. Κάνοντας μια μικρή εξερεύνηση μπορείς να ανακαλύψαμε καλοδιατηρημένους νερόμυλους και κάποιες νεροτριβές μιας στο σημείο μαζεύονταν οι γυναίκες των γειτονικών χωριών και έπλεναν τα ρούχα τους.
Καθώς ο ξεναγός μας ανοίγει την μικρή ξύλινη πόρτα και ξεκινάει να μας λέει για την ιστορία του σπηλαίου και την προέλευση της ονομασίας του, νιώθω ένα περίεργο φόβο. «Πως ακριβώς θα μπω εγώ σε αυτό το σπήλαιο, καθότι κλειστοφοβικός;» σκέφτομαι.
– «Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε όταν οι ντόπιοι παρατήρησαν πως στο σημείο που βρίσκεται η σημερινή του είσοδος έβγαινε δροσερός αέρας» συνεχίζει ο ξεναγός μας, καθώς εισέρχεται στα έγκατα της γης και εγώ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ακολουθώ τα βήματα του.
– «Η ηλικία του σπηλαίου είναι 15 εκατομμύρια έτη, και ανακαλύφθηκε το 1960» λέει, καθώς περνάμε το μικρό διάδρομο που οδηγεί στον πρώτο θάλαμο ύψους 17 μέτρων, στολισμένο με σμιλευμένους σταλακτίτες και σταλαγμίτες που πάνω τους διαθλά το νερό του ποταμού που τρέχει στο βάθος του.
Σε αυτό το σημείο μαγεμένος από τα χρώματα και τους ήχους, ο φόβος μου δείχνει να μην με απασχολεί ιδιαίτερα. Ο ξεναγός μας, μας οδηγεί στην μεγάλη σάλα του σπηλαίου με την μικρή γκρι λίμνη και μας εξηγεί πως η ηλικία του σπηλαίου μετριέται από το μήκος των σταλαγμιτών και πως το σπήλαιο της Ανεμότρυπας είναι ένα από τα λίγα λευκά σπήλαια της Ελλάδας.
Πριν το καταλάβω, έχουμε φτάσει στο τέλος της διαδρομής των 250 μέτρων, η οροφή του σπηλαίου λαμπυρίζει και ο ήχος από τον καταρράκτη που σχηματίζουν τα νερά της μπλε λίμνης, καθώς πέφτουν στον ποταμό δυναμώνει.
Μια μάταιη προσπάθεια να αποτυπώσω με την μηχανή μου αυτό που βλέπω διακόπτεται από την συμβουλή να μην βάλω φλας. Έχοντας πλέον ξεπεράσει τον φόβο μου, – που μάλλον δεν υπήρχε και ποτέ- παίρνω το δρόμο της επιστροφής, περνώντας πάλι από το ίδιο μονοπάτι παρατηρώντας για ακόμα μια φορά τα χρώματα και τα σχήματα των μοναδικής ομορφιάς βράχων.
Βγαίνοντας ο καυτός καλοκαιρινός αέρας και ο ήχος των τζιτζικιών με κάνει να θέλω να μπω ξανά μέσα στους σταθερούς 19 βαθμούς Κελσίου και να μείνω μέχρι το τέλος αυτού του καύσωνα.
Δυστυχώς ο ξεναγός μας που βγαίνει τελευταίος κλειδώνει την πόρτα πίσω του και μας οδηγεί στο μικρό καφέ που λειτουργεί στην είσοδο του parking.
Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο από τις 9 τον πρωί μέχρι λίγο πριν την δύση του ηλίου και το κόστος είναι 3 ευρώ.
Όταν λίγα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο Θεόδωρος Παταγιάννης απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο και – όπως προβλεπόταν – πήρε το κοπάδι του και ανέβηκε στα βουνά, κάνεις δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως το 2024 θα ήταν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στον ελληνικό χώρο και όχι άδικα.
Όλη τη ζωή και το έργο αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη, μπορεί ο επισκέπτης να μάθει παρακολουθώντας την ξενάγηση στο μουσείο σύγχρονης τέχνης που φέρει το όνομα του, στο Ελληνικό Ιωαννίνων. Το μουσείο στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο του Ελληνικού.
Όλα τα έργα του είναι εμπνευσμένα από την ζωή του Ηπειρώτη: Από την διαδικασία που ακολουθούσαν για την παρασκευή του ψωμιού, μέχρι την μορφή που είχαν οι σχολικές αίθουσες όταν εκείνος πήγαινε σχολείο, και από την εικόνα του ξενιτεμένου ηπειρώτη μέχρι μορφή του κτηνοτρόφου και του γεωργού.
Στο μουσείο παρουσιάζεται και η προσωπική συλλογή του από μάσκες ανθρώπων που είτε γνώρισε είτε θαύμασε. Ο εξωτερικός χώρος είναι και αυτός διακοσμημένος με έργα τέχνη τόσο δικά του, όσο και μαθητών του.
Η τιμή εισόδου στο μουσείο είναι μόνο 2€.
Αξίζει να περιηγηθείς και στο υπόλοιπο χωριό και να θαυμάσεις έργα τέχνης του σε διάφορα σημεία εμπνευσμένα από γεγονότα που χάραξαν την μικρή κοινωνία του Ελληνικού και άγγιξαν την ψυχή του.
Κάπου κρυμμένη μέσα στα μεγαλοπρεπή καφέ βράχια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά του στενού φιδογυριστού δρόμου που ενώνει τα κεφαλοχώρια των Τζουμέρκων, Καλαρρύτες και Συρράκο, βρίσκεται η μόνη της Παναγίας της Κηπίνας.
Κρεμασμένη πάνω στο βράχο και απόλυτα εναρμονισμένη με τα χρώματα της φύσης που την περιβάλει η μονή της Κηπίνας είναι το κρυφό διαμάντι των Ιωαννίνων.
Η μονή ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα από μοναχούς της Μονής Βύλιζας και ονομάστηκε έτσι λόγω των κήπων που καλλιεργούσαν οι μοναχοί στην γύρω περιοχή. Η μικρή Παναγία της Σουμελά, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, λόγω της ομοιότητας της με το εν λόγω μοναστήρι έχει εγκαταλειφθεί από το 1931 παρά την άνθιση που γνώρισε τον 19ο αιώνα .
Σήμερα το μοναστήρι έχει ανακαινιστεί διατηρώντας ωστόσο τη μυστηριακή του ατμόσφαιρα, αφού τα κελιά των μοναχών είναι διαμορφωμένα με στοιχεία από το παρελθόν και με υλικά που εναρμονίζονται με την γύρω φύση.
Ο ναός της είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός, με τον βράχο ο οποίος αποτελεί την φυσική στέγη του να έχει λαξευτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει τρούλο.
Το μοναστήρι δέχεται επισκέψεις μέχρι τις 5 το απόγευμα από τις 9 το πρωί.
φαγητο
Ο ήχος των τζιτζικιών πάνω στον μεγάλο καταπράσινο πλάτανο μπλεγμένος με τους ήχους των τρεχούμενων νερών πλημμυρίζει το μεγάλο πλάτωμα με θέα την χαράδρα.
Στην κουζίνα το λάδι περιμένει υπομονετικά να υποδεχθεί της φρεσκοκομμένες πατάτες και η παραδοσιακή ηπειρωτική πίτα βγαίνει από τον φούρνο γεμίζοντας με ευωδιές και αρώματα τον χώρο.
Τα φρέσκα κρέατα αλατίζονται στον ξύλινο πάγκο και τοποθετούνται πάνω στην σχάρα. Ο τενεκές ανοίγει και το φρέσκο γαλοτύρι σερβίρεται στις μικρές πιατέλες.
Κάπως έτσι φανταζόμουν ότι προετοιμαζόταν το φαγητό μας, καθώς πλησιάζαμε το χωριό Κτιστάδες και συγκεκριμένα την ταβέρνα «τα Τζουμέρκα» που είχαμε ακούσει διθυραμβικές κριτικές.
Και για να είμαι ειλικρινής, κάθε πιάτο που σερβιρίστηκε στο τραπέζι μας, ήταν απλά μια επιβεβαίωση της καλπάζουσας φαντασίας μου.
Η ταβέρνα «τα Τζουμέρκα» – με τον κατάλογο σε qr μορφή- βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού και λειτουργεί όλο τον χρόνο σερβίροντας μοναδικές παραδοσιακές γεύσεις σε ένα ιδιαίτερα διακοσμημένο χώρο με θέα όλη την οροσειρά των Αθαμανικών ορών.
Στην κεντρική πλατεία των Πραμάντων, κάτω από την σκιά των πλατάνων, βρίσκεται η χασαποταβέρνα του «Μπούτζα».
Το μέρος συνάντησης των ντόπιων αλλά και γενικότερα σημείο αναφοράς της γύρω περιοχής, η ταβέρνα σερβίρει από νωρίς το μεσημέρι συνταγές φτιαγμένες από διαλεκτά φρέσκα υλικά.
Η ταβέρνα του «Μπούτζα» λειτουργεί από το 1957 προσφέροντας κρέατα από το κρεοπωλείο της οικογένειας και τυριά από το τυροκομείο τους. Επιβάλλεται να παραγγείλεις για πρώτα μερικές φρέσκιες τηγανητές πατατούλες, χειροποίητο γαλοτύρι και σαλάτες με φρέσκα λαχανικά και να αφήσεις για δεύτερα τα κρεατικά, είτε μαγειρευτά είτε ψητά. Για όσους δεν αγαπάνε το κρέας αξίζει να δοκιμάσουν τα γευστικότατα γεμιστά.
Η διακόσμηση της ταβέρνας ακολουθεί πίστα την αρχιτεκτονική των Τζουμέρκων συνδυάζοντας το ξύλο με την πέτρα.
Οι πέτρινοι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με αντικείμενα μιας άλλη εποχής, τα οποία φωτίζονται φυσικά από το φως που μπαίνει από την μεγάλη τζαμαρία με θέα όλο το φαράγγι.
Μεγάλο ατού της ταβέρνας «Ο Μπούτζας» είναι οι άνθρωποι του, που με χαμόγελο και περίσσια ευγένεια σε κάνουν να νιώθεις μια οικειότητα σαν να τρως στο σπίτι των παππούδων σου.
Καθώς η μέρα έδινε την θέση της στο σκοτάδι γεμίζοντας με μοναδικά χρώματα το γαλάζιο ουρανό, το τραπέζι μας στρώνονταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο στην κεντρική πλατεία του μεγαλύτερου πετρόχτιστου χωριού στα Τζουμέρκα, στο Συρράκο.
Η παλιότερη ταβέρνα του χωριού «ο Σταυραετός» δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτή την περιήγηση μας. Και μπορεί προς τιμή μας το τραπέζι να στήθηκε στην μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία, αλλά ο εσωτερικός χώρος του μαγαζιού είναι πραγματικά συναρπαστικός, μιας και πρόκειται για ένα παραδοσιακό περιβάλλον με ξύλινα ταβάνια, ένα πανέμορφο σκαλιστό τζάκι και διακόσμηση που παραπέμπει σε μια άλλη εποχή.
Το ίδιο παραδοσιακές είναι και οι γεύσεις του, από τις πίτες που οι συνταγές τους μεταφέρονται αναλλοίωτες από γενιά σε γενιά, μέχρι τα ντόπια τυριά του, τα καλομαγειρεμένα μαγειρευτά του και τα καλοψημένα κρεατικά του.
Λίγο το καλό κρασί, λίγο η ησυχία -μιας και κανένας βιομηχανικός ήχος δεν πληγώνει την ακοή σου – λίγο η καλή παρέα, το δείπνο στον «Σταυραετό» θα παραμείνει από τις πιο γλυκές αναμνήσεις μου από τα Τζουμέρκα, τόσο γλυκιά όσο τα χειροποίητα γλυκά του κουταλιού που μας σέρβιραν στο τέλος και ακόμα μπορώ να επαναφέρω την γεύση τους στην μνήμη μου.
Ντούσκο στα βλάχικα ή μεγάλη βελανίδια στα ελληνικά, όπως και να το πεις δεν έχει σημασία, αρκεί να κάτσεις κάτω από την σκιά του στην ομώνυμη ταβέρνα στην πλατεία στο Ελληνικό και να δοκιμάσεις τις καλύτερες τηγανητές πατάτες και το γευστικότερο μπουγιουρντί που έφαγες ποτέ.
Η ταβέρνα ο Ντούσκος με θέα το μικρό χωριό Ελληνικό, δίπλα στο μουσείο σύγχρονης τέχνης Θεόδωρος Παταγιάννης αποτέλεσε την πιο ευχάριστη έκπληξη του ταξιδιού μας, μιας και ήταν μια μη προγραμματισμένη στάση για ξεκούραση πριν την επιστροφή μας.
Οι φιλόξενοι ιδιοκτήτες του, μας σέρβιραν πιάτα βγαλμένα από την παράδοση, από φρέσκα υλικά, παρασκευασμένα με περίσσια αγάπη.
Το ζυμωτό ψωμί που έδενε τέλεια με την χωριάτικη και τις φρέσκιες τηγανητές πατάτες. Τα εκλεκτά κρεατικά του και το γαλακτομπούρεκο με το αλβανικής καταγωγής τριλέτσε που μας σέρβιραν στο τέλος, μας έδωσαν την ενέργεια που χρειαζόμασταν για να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Όσο και αν έχεις φάει, πάντα υπάρχει χώρος για γλυκό και καφέ, ειδικά αν ο καφές συνδυάζεται με θέα στις βουνοκορφές των Τζουμέρκων τότε μιλάμε για μια εμπειρία που αξίζει να ζήσεις.
Λίγο μετά το χωριό Πράμαντα στις πλαγιές της κορυφής Στρογγούλας, περικυκλωμένο από έλατα βρίσκεται το ξενοδοχείο «Ορίζοντες».
Στο ισόγειο καφέ του ξενοδοχείο, θα απολαύσεις τον καλύτερο καφέ και τα γευστικότερα χειροποίητα γλυκά με θέα την κορυφογραμμή των Τζουμέρκων. Ο εξαιρετικά διακοσμημένος χώρος με τις τεράστιες τζαμαρίες και τα πολυτελή έπιπλα παραπέμπουν σε αλπικό σαλέ.
Βιβλιοθήκες με πολυάριθμα βιβλία, άνετοι καναπέδες και μια μικρή σοφίτα πάνω από το μπαρ δημιουργούν μια αίσθηση απομόνωσης για όσους το επιζητούν.
Η καλύτερη ώρα για να επισκεφτείς το καφέ είναι το απόγευμα και να απολαύσεις τα χρώματα που δίνει ο ήλιος που δύει.
διαμονη
Η μεγάλη πόρτα στην είσοδο, ο τεράστιος διάδρομος με τα τους μπαρόκ καναπέδες και τα vintage στοιχεία, η αυλή με τα τραπεζάκια και τις ανθισμένες τριανταφυλλιές, το φως που μπαίνει από τα τεράστια παράθυρα και πλημμυρίζει τα μοναδικά διαμορφωμένα δωμάτια.
Οι ήχοι των πουλιών το μεσημέρι, ο πλούσιος μπουφές στο πρωινό, η συγκλονιστική θέα στο βουνό, η κυρία Ματίνα που σε κυνηγάει να φας το πρωινό σου και ο κύριος Βαγγέλης που θα νοιαστεί για κάθε σου ανάγκη.
Αυτό είναι για εμένα το Old School Boutique Hotel. Ένα φιλόξενο πανδοχείο με μοναδικούς ιδιοκτήτες, σε ένα από τα ιστορικότερα κτίρια του Συρράκου, στο τριώροφο παλιό δημοτικό σχολείο.
Ιστορικά το κτίριο το οποίο στεγάζει το 10 δωματίων ξενοδοχείο χτίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, λειτουργούσε κατά τους θερινούς μήνες, όταν οι κτηνοτρόφοι ανέβαιναν στα ορεινά βοσκοτόπια για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους και φιλοξενούσε περισσότερα από 300 παιδιά ανάμεσα τους και κορίτσια, κάτι που δεν συνέβαινε εκείνη την εποχή.
Το Old School Boutique Hotel είναι ένα ξενοδοχείο που ακόμα και οι τοίχοι του έχουν πολλές ιστορίες να σου πουν και που θα αποτελέσει το ιδανικό κατάλυμα κατά την εξόρμηση σου στα μαγικά Τζουμέρκα.
Στο δρόμο της επιστροφής από τα Τζουμέρκα, η σκέψη μου γυρνούσε σε ολες αυτές τις μοναδικές εμπειρίες που έζησα στα Τζουμέρκα και πως ακόμα και αν βρισκόμουν μακρυά από την αγαπημένη μου, κατά τα άλλα, θάλασσα δεν μου είχε λείψει καθόλου.
Αν λοιπόν και εσύ ψάχνεις κάτι εναλλακτικό, μακριά από την μάστιγα του υπερτουρισμού για αυτό το καλοκαίρι, τα Τζουμέρκα, με τα ποτάμια τους, τα πέτρινα χωριά τους, τις εκλεκτές λιχουδιες τους και τους φιλόξενους ανθρώπους είναι το ιδανικό μέρος για εσένα.
Και για να διαβάζεις αυτό εδώ το blog πιθανότατα δεν χρειάζεται να σου υπενθυμίσω, να μαζεύεις τα σκουπίδια σου και να αφήνεις κάθε μέρος που επισκέπτεσαι λίγο πιο καθαρό απ ότι το βρήκες.
Μέχρι την επόμενη φορά
Take care
Billakos